-
1 δια-πρίω
δια-πρίω (s. πρίω), durchsägen, zersägen; Hippocr.; διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας Plat. Conv. 193 a; ἀπολοίμην καὶ διαπρισϑείην Ar. Equ. 762; διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς Eubul. Schol. Eur. Med. 613; διαπρίειν τοὺς ὀδόντας. die Zähne zusammenknirschen, Luc. calumn. 24. – Med., eigtl. mit den Zähnen knirschen; καρδίαις, heftig zürnen. N. T., K. S.
-
2 διαπριω
1) распиливатьδιαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας Plat. — (фигуры), распиленные по носовой линии, т.е. по профилю;
διαπρίεσθαι ταῖς καρδίαις NT. — быть в ужасе, возмущаться2) скрежетать(τοὺς ὀδόντας Luc.)